Τρίτη 13 Ιουλίου 2010

MOONJUNE in... moonjuly

Η νεοϋορκέζικη MoonJune Records εξακολουθεί να επιμένει σ’ ένα new progressive style, που κατακρατεί κάτι από τον αυθορμητισμό του χθες, προβάλλοντας, συγχρόνως, τη δραματικότητα του τώρα.
Κάπως έτσι βρίσκω πολύ λειτουργική την κεντρική ιδέα, μέσω της οποίας δουλεύει και παράγει ο Leonardo Pavkovic. Θιασώτης ο ίδιος του progressive rock των seventies, θα έλεγα της πιο «ακραίας», άρα και διαχρονικής, μορφής του, επιχειρεί να εμφανίσει τον όγκο εκείνων των ήχων ως ένα γόνιμο παρακλάδι του sound-searching των ημερών μας. Δεν έχει άδικο. Κατά βάση έχουμε να κάνουμε μ’ ένα από τα πιο δημιουργικά κεφάλαια της improv-rock ομήγυρης – όσον αφορά στο set οδηγιών που άφησαν πίσω τους, ως παρακαταθήκη, οι Soft Machine π.χ. και βεβαίως, οι King Crimson, οι Hatfield & The North, οι Arti e Mestieri, οι Area, οι Carpe Diem, οι Cos, οι Moving Gelatine Plates, ο Terje Rypdal και όλοι οι υπόλοιποι. Μ’ αυτές τις οδηγίες ανά χείρας πορεύονται και θα πορεύονται όλοι… Κάτι ακόμη, που επιχειρεί ο Pavkovic – με απόλυτη επιτυχία θα προεξοφλούσα – είναι η επαναφορά στο σήμερα των «ηρώων» του παρελθόντος, όχι με την έννοια της… κλάψας και του… τι ωραία που ήταν κάποτε, αλλά ως παζλ, ως συνιστώσες σύγχρονων σχεδίων. Όχι κίβδηλες αναπαραγωγές και ανερμάτιστοι φόροι τιμής, μα διαχεόμενες συνεργασίες σε ολόκληρο το φάσμα της ριζοσπαστικής ηλεκτρικής μουσικής.Το συγκρότημα douBt, αποτελείται από μουσικούς που μπαίνουν στο χώρο με κεκτημένη ταχύτητα· αν μιλάμε, δηλαδή, για τον κιμπορντίστα Alex Maguire, τον κιθαρίστα Michel Delville, τον ντράμερ Tony Bianco και φυσικά τον τραγουδιστή (μπασίστα εδώ) Richard Sinclair. Η πορεία του τελευταίου, μέσα κι έξω από τους Caravan και τους Hatfield & The North, είναι γνωστή σε όλους. Αλλά και των υπολοίπων… αφού ο Maguire είναι ένας από τους πιο αναγνωρισμένους, σήμερα, πληκτρονίστες στο Νησί (σε παλαιότερο post έχω γράψει τα καλύτερα για το άλμπουμ του “Brewed In Belgium”), ο Delville είναι μέλος των Βέλγων Wrong Object και ο Bianco έχει παίξει με τους πάντες (από τον David Liebman και τον Evan Parker, μέχρι τον Keith Tippett και τον Alexander Von Schlippenbach). Το “Never Pet A Burning Dog” [MJR032, 2010] είναι ένα… κλασικό Canterbury style άλμπουμ, το οποίο σφραγίζουν με τα παιξίματά τους οι τέσσερις μουσικοί. Ιδίως ο Maguire, η ηχητική παλέτα του οποίου παραμένει ανεξάντλητη, είναι εντυπωσιακός, δίχως ποτέ να απεμπολεί το μέτρο. Συνθετικώς, επίσης, το CD στέκεται πολύ ψηλά. Όλα τα πρωτότυπα κομμάτια είναι άκρως ενδιαφέροντα (υπάρχει και μια διασκευή στο “Over birkerot” του Terje Rypdal, από το “Odyssey”, το ψυχεδελικό του opus στην ECM), φανερώνοντας τη θεωρητική και πρακτική επάρκεια των συμμετεχόντων. Καλά ο Delville, που ηχεί, συχνά, σαν Phil Miller, αλλά ο Sinclair που τραγουδάει σαν Wyatt; Ή, μήπως, ο Wyatt τραγουδά σαν Sinclair, ήδη από την εποχή των Wilde Flowers; Iron Kim Style. Όνομα γκρουπ από το Seattle και ονομασία άλμπουμ επίσης [MJR031, 2010]. Τι σημαίνει; Το… Σιδερένιο Ύφος του Kim Jong-il· του γνωστού τοις πάσι... λαϊκο-δημοκράτορα τής Βορείου Κορέας. Το αναλόγου αισθητικής cover δεν αφήνει, εξάλλου, περιθώριο για παρερμηνείες. Πεντάδα plus οι Iron Kim Style έχουν στις τάξεις τους δύο κιθαρίστες και ακόμη τρομπέτα, μπάσο, ντραμς και μπάσο κλαρίνο, μα πάνω απ’ όλα έχουν γύρω από… και μέσα στο κεφάλι τους τον ηλεκτρικό ήχο του Miles Davis, από τα πρώτα χρόνια του ’70. Έτσι, και με καλλιτεχνικώς αποφασισμένο δόγμα, όσον αφορά στο προς τα που θα οδεύσουν, οι αμερικανοί μουσικοί στρέφονται αποφασιστικώς προς μία free-improv περιπέτεια, από την οποία δεν απουσιάζουν, εννοείται, τα Canterbury στοιχεία. Fusion λοιπόν, στο παλιό καλό στυλ, με υπερατλαντικό και υποατλαντικόν αέρα, που θα ενθουσιάσει (“Don Quixotic”) τους φίλους του είδους.Ζητώ την προσοχή σας για το επόμενο. Το “What’s Rattlin’ On the Moon?” [MJR030, 2010] του keyboard player Beppe Crovella είναι ένα παράξενο έργο. Ένα all-keyboards άλμπουμ αφιερωμένο στις μουσικές του Mike Ratledge, του πιο αινιγματικού μουσικού της βασικής ομάδας των Soft Machine. Αινιγματικού, υπό την έννοια ότι σπανίως «συνεντευξιάζεται», σπανίως συμμετέχει σε περιφερειακά projects, σπανίως φωτογραφίζεται, σπανίως ακούγεται κάτι γι’ αυτόν. Φυσικά, το «αινιγματικός» είναι το λιγότερο που μ' ενδιαφέρει, μια και ο Ratledge είναι, βασικά, εκείνος που επιμελήθηκε το κύριο προφίλ των Softs, με συνθέσεις όπως οι “Chloe and the pirates”, “All white”, “As if”, “Hibou, anemone and bear”, “Out-bloody-rageous”, “Pig”, “Esther’s nose job”, “Slightly all the time” – για να επιλέξω μόνον εκείνες που, εδώ, τιμά ο Crovella –, γεμίζοντας βινύλια και CD. Μα ποιος είναι αυτός; Για τον keyboard player των Arti & Mestieri πρόκειται, του ιταλικού συγκροτήματος που παρουσίασε 2-3 αθάνατα LP για την Cramps στα mid-seventies και που, σήμερα, περνά μία δεύτερη νεότητα. Υπάρχουν εγγενείς δυσκολίες στο να πλησιάσει κάποιος τις μουσικές του Mike Ratledge. Όχι μόνον εξαιτίας της συνθετότητάς τους, όσο κυρίως γιατί, όντας παρουσιασμένες από πλήρες γκρουπ, δύσκολα συμπιέζονται για ένα, κάποιο, όργανο. Εντάξει... με τη διαφορά ότι, εδώ, το όργανο δεν είναι ένα, αλλά μια σειρά από keyboards (mellotron, wurlitzer, fender rhodes, hammond, clavinet, farfisa κ.λπ, κ.λπ.), τα οποία κάνουν, μέσα στο ευρύτερο «ελεύθερο» κρεσέντο, όλη την απαιτούμενη δουλειά. Αρμονικώς δηλαδή, ο Crovella κατορθώνει να πιάσει το «πολύ επάνω», ακόμη κι αν απουσιάζει από τη συλλογή του ένα τυπικό Lowrey όργανο· το όργανο του Ratledge δηλαδή, το πειραγμένο τω όντι στην προσπάθεια να καταστεί εκείνο σήμα κατατεθέν. Απίστευτο το timbre του Βρετανού, διακριτό από μίλια (μουσικοί μετρημένοι στο δάκτυλα κατάφεραν κάτι παρόμοιο), αλλά και σπάνιας στόχευσης η απόπειρα του Ιταλού ν’ αναστήσει ένα συμπαγή ήχο, όχι αντιγράφοντάς τον, αλλά σπαράσσοντάς τον. Απολύτως ενδιαφέρον ιταλικό γκρουπ (σεπτέτο), οι Slivovitz σχηματίστηκαν στη Napoli το 2001 και ως live στην ιδιαίτερη πατρίδα τους παρουσιάζεται το παρόν “Hubris” [MJR026, 2009], ένα άλμπουμ με σαφείς… εθνο-απολήξεις. Οι Domenico Angarano μπάσο, Stefano Costanzo ντραμς, κρουστά, Marcello Giannini κιθάρες, Ludovica Manzo φωνή, Derek Di Perri αρμόνικα, Pietro Santangelo σαξόφωνα, φωνή, Riccardo Villari βιολί, μαζί με τους φιλοξενούμενούς τους σε επί πλέον κρουστά, φωνή, κιθάρες και βιμπράφωνο, δημιουργούν ένα παράξενο υβρίδιο, βασισμένοι στο ιταλικό progressive folk-rock του ’70 (εδώ, με ισχυρότερα beats), συνδυάζοντας, περαιτέρω, Zappa-ικές και Zorn-ικές τεχνικές. Είναι διακριτός δηλαδή ο τρόπος με τον οποίον «είδε» τις μουσικές του κόσμου ο νεοϋορκέζος εικονοκλάστης, όπως και η γενικότερη εκμετάλλευση μιας 10μελούς ομάδας με βάση τα πρότυπα εκπλήξεων και ανατροπών που παρέδωσε ο «θείος».
Addio.
Contact: www.moonjune.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου